- ἄξιαι
- ἄξιοςcounterbalancingfem nom/voc pl
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
ἀξίαι — ἀξίᾱͅ , ἄξιος counterbalancing fem dat sg (attic doric aeolic) ἀξία worth fem nom/voc pl ἀξίᾱͅ , ἀξία worth fem dat sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Byzantine aristocracy and bureaucracy — The Byzantine Empire had a complex system of aristocracy and bureaucracy, which was inherited from the Roman Empire. At the apex of the pyramid stood the Emperor, sole ruler and divinely ordained, but beneath him a multitude of officials and… … Wikipedia
Византийская бюрократия — Император Василий II в триумфальном облачении, на голову которого ангелы опускают императорскую корону. Византийская империя унаследовала от Римской империи сложную систему … Википедия
CARSULI — Umbriae in Italiae urbs. Strabo, l. 5. Πόλεις, inquit, εἰσὶν τῆς Ο᾿μβεικῆς ἀξιαι λόγου οἵτε Ο῎κεικλοι, καὶ Λάρολον, καὶ Ναρνία, εἶτα Κάρσουλοι καὶ Μηουανία. Id vocabulum commentatorem Strabonis voluisse corrigere e Livio, Plinio, ac Ptolemaeo, in … Hofmann J. Lexicon universale
δυσδιάκριτος — η, ο (AM δυσδιάκριτος, ον) αυτός που δύσκολα διακρίνεται («ἀξίαι δυσδιάκριτοι») νεοελλ. αυτός που μόλις διαφαίνεται, αμυδρός, συγκεχυμένος αρχ. 1. (για δικαστική υπόθεση) αυτή που δύσκολα επιλύεται 2. δύσπεπτος … Dictionary of Greek
παραβολή — Διδακτικό αλληγορικό είδος της λογοτεχνίας, που με βάση τα γενικότερα χαρακτηριστικά του συγγενεύει με το παραμύθι. Από την άποψη του περιεχομένου, η π. διακρίνεται από την έλξη της προς το βάθος της θρησκευτικής και ηθικής σοφίας. Σε παλαιότερες … Dictionary of Greek
Αναστασάκης — Επώνυμο Κρητικών εθνικών αγωνιστών. 1. Ιωάννης. Πήρε μέρος σε πολλές επιχειρήσεις, στις επαναστάσεις που έγιναν από το 1841. Αιχμαλωτίστηκε το 1866. Μετά την απελευθέρωση εγκαταστάθηκε στην Αθήνα. 2. Μιχαήλ. Γιατρός. Διετέλεσε υπαρχηγός Κισσάμου… … Dictionary of Greek
ἀξίᾳ — ἀξίᾱͅ , ἄξιος counterbalancing fem dat sg (attic doric aeolic) ἀξίαι , ἀξία worth fem nom/voc pl ἀξίᾱͅ , ἀξία worth fem dat sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἄξι' — ἄξια , ἄξιος counterbalancing neut nom/voc/acc pl ἄξιε , ἄξιος counterbalancing masc voc sg ἄξιαι , ἄξιος counterbalancing fem nom/voc pl ἄ̱ξιο , ἄγω lead aor ind mid 2nd sg (epic doric aeolic) ἄξιο , ἄγω lead aor ind mid 2nd sg (epic doric… … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ЕЛИСЕЙ — [евр. , греч. Ελισαιε, ᾿Ελισαῖος, ᾿Ελισσαῖος], ветхозаветный прор. IX в. до Р. Х. (пам. 14 июня и в Соборе Синайских преподобных). Был учеником и преемником прор. Илии. Имя Елисей переводится как «Бог спасение» или «Бог спасает». Сведения о жизни … Православная энциклопедия